αγγουροφάγος

αγγουροφάγος
ο
1. αυτός που τρώει αγγούρια κατά κόρον
2. σκουλήκι που τρώει τη ρίζα τής αγγουριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + -φάγος < έφαγα, αόριστος τού ρ. τρώγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”